οψίπλουτος

οψίπλουτος
-η, -ο (Μ ὀψίπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτησε αργά, καθυστερημένα νεόπλουτος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πλούτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • Χουρμούζης, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1805 – 1882). Ψευδώνυμο του θεατρικού συγγραφέα, δημοσιογράφου και βουλευτή Τριαντάφυλλου Χουρμούζιου. Ο X., που γεννήθηκε στο νησί Αντιγόνη στον Βόσπορο, λέγεται ότι ήταν κρητικής καταγωγής, πολλοί όμως το αμφισβητούν. Γεγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”