- οψίπλουτος
- -η, -ο (Μ ὀψίπλουτος, -ον)αυτός που πλούτησε αργά, καθυστερημένα νεόπλουτοςνεοελλ.(κατ' επέκτ.) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, αλαζόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πλούτος].
Dictionary of Greek. 2013.